Ο ΡΗΓΑΣ ΚΑΙ Η ΡΙΓΑΝΗ
Δεν ξέρω ποιο είναι το δυνατότερο συναίσθημα που με κάνει να πιάνω το μολύβι, για να φέρω στο άσπρο χαρτί ιστορίες των πρώτων είκοσι χρόνων της ζωής μου.
Ίσως γιατί αμέσως μετά εγκατέλειψα τον τόπο μου κι έφυγα πολύ μακριά. Το «πολύ μακριά» το εννοώ, οι αποστάσεις ήτανε αρκετά μεγαλύτερες, κι ας βρίσκεται η Γερμανία στο ίδιο σημείο. Δεν ξεχνώ τα ταξίδια με το τρένο και με το λεωφορείο μέσω της Γιουγκοσλαβίας. Σήμερα, παίρνει κανείς το αεροπλάνο και, το αργότερο, σε τρεις ώρες βρίσκεται στην Ελλάδα.
Μπορεί να είναι αυτό το συναίσθημα, αυτή η «προδοσία» απέναντι στα πρόσωπα που άφησα πίσω μου στο Χειμώνιο και στην Ορεστιάδα.
Μπορεί να είναι αυτό το συναίσθημα, αυτή η «προδοσία» απέναντι στα πρόσωπα που άφησα πίσω μου στο Χειμώνιο και στην Ορεστιάδα.
Εδώ συγκρούονται δυο κόσμοι: αυτός της ψυχής και ο άλλος, στην απέναντι όχθη, της λογικής. Ανάμεσα είναι το ρεύμα του ποταμού, αυτό που σε συνεπαίρνει, σε αναποδογυρίζει στις ρουφήχτρες του, σε τραβάει μια αριστερά και μια δεξιά.
Και λες μέσα σου: μήπως έχουνε δίκιο, όταν πολλοί μου λένε πως είμαι καλά εδώ που βρίσκομαι. «Είσαι τακτοποιημένος», ακούω από πολλά στόματα φίλων, γνωστών και συγχωριανών Αρβανιτών. «Έχεις χάσει πολλά», μου λέει η καρδιά μου. Αυτή είναι η κατάσταση, κι ας πέρασαν σαράντα χρόνια από τότε.
Τον φώναζαν Ρήγα τον άνθρωπο με τις κινητικές δυσκολίες. Έσερνε το πόδι του, ίσως από μηνιγγίτιδα, όπως ο αγαπημένος μου Χρήστος από το χωριό μου. Θυμάμαι, το όνομά του το πήρε από τη ρίγανη που πούλαγε. Η ορθογραφία των δυο λέξεων δεν έπαιζε εδώ κανένα ρόλο. Αν δεν είναι έτσι, ας με διορθώσουν οι Ορεστιαδίτες που τον ήξεραν καλύτερα.
Καταγόμενος από το Θεραπειό, ένα χωριό που βρίσκεται στο Τρίγωνο, το γνωστό Τριεθνές, περιφερόταν στους δρόμους της Ορεστιάδας, μπροστά στο ΚΤΕΛ, μέσα στο παζάρι, που τότε γινόταν ημέρα Σάββατο. Δεν ήξερα αν πηγαινοερχόταν στο χωριό του ή αν τον φιλοξενούσε κάποια φιλική οικογένεια. Το πιθανότερο είναι πως τις χιλιοχρησιμοποιημένες σακούλες τις έσερνε πάνω στους λόφους του τόπου του. Εκεί που φύτρωνε η μοναχική ρίγανη και περίμενε τον έρημο Ρήγα για να θυσιαστεί, κόβοντάς την με το οδοντωτό μαχαίρι του. Κι αν έσταζαν και μερικές στάλες από τον ιδρώτα του καλοκαιριού, δεν πείραζε καθόλου, χαμπάρι δεν έπαιρνε κανένας. Μήπως ήξεραν κάτι για τη μίζερη και δύσκολη ζωή του;
«Ρίγανη έχω, καλή ρίγανη για τις νοικοκυρές!»
«Πάρτε, καλέ, ρίγανη για το νόστιμο φαγητό!», φώναζε με την χαρακτηριστική φωνή του, που την έχω στα αυτιά μου.
Αν θα έλεγα πως η δέσμη κόστιζε δυο δραχμές, θα ήτανε πολύ. Οι δραχμές τότε είχανε αξία, όπως σήμερα το ευρώ. Ένα τάληρο έδινε ο πελάτης στο μαγειρείο για μια φασολάδα. Την ξεραμένη στον δυνατό ήλιο ρίγανη, την είχε τυλίξει ο Ρήγας σε χαρτί εφημερίδας, κάτι το πολύ συνηθισμένο στα νεανικά μου χρόνια. Το ξύλο-μπαστούνι που κουβάλαγε ο πλανόδιος πωλητής μαζί του, ήτανε το στήριγμα για τον ίδιο και συνάμα η κρεμάστρα για τις σακούλες του. Το βάρος δεν ήτανε μεγάλο, ο όγκος, όμως, τον έκρυβε ολοσχερώς, έτσι που καμιά φορά έβλεπε κανείς μόνο το «φορτίο» με το αρωματικό μπαχαρικό.
Πολύ μελωδική ήτανε η φωνή του. Τραγούδαγε όμορφα ο Ρήγας από το Τρίγωνο. Τα θρακιώτικα «Σουφλιουτούδα», και «Λιανοχορταρούδια», τα λαϊκά με τον Καζαντζίδη «Υπάρχουν και καλά παιδιά», με τον Μανώλη Αγγελόπουλο και τη Φούλη Δημητρίου «Βρήκα, αγάπη μου, εσένα», ένα τραγούδι που ηχογραφήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του '60. Τραγουδούσε τον τσιγγάνο Αγγελόπουλο κι όταν η Φούλη έκανε το ντουέτο,
«Αν το ήξερα, καλέ μου
θα ζητούσα απ' το Θεό
δυο καρδιές να μου 'χε δώσει
δυο φορές να σ' αγαπώ»,
μιμούταν την τραγουδίστρια με έναν εξαίρετο τρόπο, κοιτάζοντας τις γυναίκες που περίμεναν στο ΚΤΕΛ, για να επιβιβαστούν στα λεωφορεία, που θα τις μετέφεραν μαζί με τα ψώνια από το παζάρι στα σχετικά μακρινά χωριά τους. Κάποιοι «έξυπνοι και μάγκες» έδιναν και παραγγελία, δίνοντάς του μια δραχμή για να τραγουδήσει. Σαν να ήτανε ένα άψυχο jukebox μέσα στο καφενείο ενός χωριού. Βρισκόμενος στην εφηβία, δεν ήμουνα σε θέση να επέμβω, να πω στον Ρήγα πως αν σταματούσε θα του έδινα εγώ μια δραχμή. Σ' αυτήν την περίπτωση τον άκουγα και υπέφερα. Ντρεπόμουν για την εικόνα που μου προσφερόταν, ήθελα να κάνω κάτι. Τα σάλια περίσσευαν στο στόμα του, και αν δεν κρατούσες απόσταση, υπήρχε κίνδυνος να σε πιάσει κανένα υγρό βέλος στολισμένο με μια νότα του άσματος.
Μέχρι αργά το απόγευμα περιφερόταν ο Ρήγας στην Ορεστιάδα. Τον έβλεπα όταν πήγαινα στο φαγάδικο του Αποστόλη με το ηρωικό μου Zündapp.
Τον άφησα πίσω μου, όπως και πολλούς άλλους των πρώτων χρόνων μου. Χαθήκαμε. Πότε έφυγε στους ουρανούς για να ξεκουραστεί, δε γνωρίζω!
Καταγόμενος από το Θεραπειό, ένα χωριό που βρίσκεται στο Τρίγωνο, το γνωστό Τριεθνές, περιφερόταν στους δρόμους της Ορεστιάδας, μπροστά στο ΚΤΕΛ, μέσα στο παζάρι, που τότε γινόταν ημέρα Σάββατο. Δεν ήξερα αν πηγαινοερχόταν στο χωριό του ή αν τον φιλοξενούσε κάποια φιλική οικογένεια. Το πιθανότερο είναι πως τις χιλιοχρησιμοποιημένες σακούλες τις έσερνε πάνω στους λόφους του τόπου του. Εκεί που φύτρωνε η μοναχική ρίγανη και περίμενε τον έρημο Ρήγα για να θυσιαστεί, κόβοντάς την με το οδοντωτό μαχαίρι του. Κι αν έσταζαν και μερικές στάλες από τον ιδρώτα του καλοκαιριού, δεν πείραζε καθόλου, χαμπάρι δεν έπαιρνε κανένας. Μήπως ήξεραν κάτι για τη μίζερη και δύσκολη ζωή του;
«Ρίγανη έχω, καλή ρίγανη για τις νοικοκυρές!»
«Πάρτε, καλέ, ρίγανη για το νόστιμο φαγητό!», φώναζε με την χαρακτηριστική φωνή του, που την έχω στα αυτιά μου.
Αν θα έλεγα πως η δέσμη κόστιζε δυο δραχμές, θα ήτανε πολύ. Οι δραχμές τότε είχανε αξία, όπως σήμερα το ευρώ. Ένα τάληρο έδινε ο πελάτης στο μαγειρείο για μια φασολάδα. Την ξεραμένη στον δυνατό ήλιο ρίγανη, την είχε τυλίξει ο Ρήγας σε χαρτί εφημερίδας, κάτι το πολύ συνηθισμένο στα νεανικά μου χρόνια. Το ξύλο-μπαστούνι που κουβάλαγε ο πλανόδιος πωλητής μαζί του, ήτανε το στήριγμα για τον ίδιο και συνάμα η κρεμάστρα για τις σακούλες του. Το βάρος δεν ήτανε μεγάλο, ο όγκος, όμως, τον έκρυβε ολοσχερώς, έτσι που καμιά φορά έβλεπε κανείς μόνο το «φορτίο» με το αρωματικό μπαχαρικό.
Πολύ μελωδική ήτανε η φωνή του. Τραγούδαγε όμορφα ο Ρήγας από το Τρίγωνο. Τα θρακιώτικα «Σουφλιουτούδα», και «Λιανοχορταρούδια», τα λαϊκά με τον Καζαντζίδη «Υπάρχουν και καλά παιδιά», με τον Μανώλη Αγγελόπουλο και τη Φούλη Δημητρίου «Βρήκα, αγάπη μου, εσένα», ένα τραγούδι που ηχογραφήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του '60. Τραγουδούσε τον τσιγγάνο Αγγελόπουλο κι όταν η Φούλη έκανε το ντουέτο,
«Αν το ήξερα, καλέ μου
θα ζητούσα απ' το Θεό
δυο καρδιές να μου 'χε δώσει
δυο φορές να σ' αγαπώ»,
μιμούταν την τραγουδίστρια με έναν εξαίρετο τρόπο, κοιτάζοντας τις γυναίκες που περίμεναν στο ΚΤΕΛ, για να επιβιβαστούν στα λεωφορεία, που θα τις μετέφεραν μαζί με τα ψώνια από το παζάρι στα σχετικά μακρινά χωριά τους. Κάποιοι «έξυπνοι και μάγκες» έδιναν και παραγγελία, δίνοντάς του μια δραχμή για να τραγουδήσει. Σαν να ήτανε ένα άψυχο jukebox μέσα στο καφενείο ενός χωριού. Βρισκόμενος στην εφηβία, δεν ήμουνα σε θέση να επέμβω, να πω στον Ρήγα πως αν σταματούσε θα του έδινα εγώ μια δραχμή. Σ' αυτήν την περίπτωση τον άκουγα και υπέφερα. Ντρεπόμουν για την εικόνα που μου προσφερόταν, ήθελα να κάνω κάτι. Τα σάλια περίσσευαν στο στόμα του, και αν δεν κρατούσες απόσταση, υπήρχε κίνδυνος να σε πιάσει κανένα υγρό βέλος στολισμένο με μια νότα του άσματος.
Μέχρι αργά το απόγευμα περιφερόταν ο Ρήγας στην Ορεστιάδα. Τον έβλεπα όταν πήγαινα στο φαγάδικο του Αποστόλη με το ηρωικό μου Zündapp.
Τον άφησα πίσω μου, όπως και πολλούς άλλους των πρώτων χρόνων μου. Χαθήκαμε. Πότε έφυγε στους ουρανούς για να ξεκουραστεί, δε γνωρίζω!
Τάσος Δαλακίδης
0 Σχόλια