Σεβασμός, μια άγνωστη λέξη για το ελληνικό ποδόσφαιρο!!!Ο Βασίλης Σαμπράκος διαβάζει τα σχόλια κάτω από ένα ποστάρισμα για την αποχώρηση του Αλέξανδρου Τζιόλη



Ο Βασίλης Σαμπράκος διαβάζει τα σχόλια κάτω από ένα ποστάρισμα για την αποχώρηση του Αλέξανδρου Τζιόλη και γράφει για την ποδοσφαιρική κοινωνία που δεν προώθησε ποτέ τις αξίες του σεβασμού και της αναγνώρισης.
Το απόγευμα του Σαββάτου ένας σημαντικός, αξιόλογος διεθνής ποδοσφαιριστής, ο Αλέξανδρος Τζιόλης ανακοίνωσε ότι αποσύρεται από τη δράση. Στα 35 του, μετά από περίπου μια 15ετία ποδοσφαίρου σε υψηλό επίπεδο, ο Τζιόλης έκρινε ότι έκλεισε τον κύκλο με τα ποδοσφαιρικά και αποφάσισε να τα βγάλει. Το βράδυ του Σαββάτου πόσταρα στο facebook το παρακάτω:

Ηταν εκατοντάδες αυτοί που «συμφώνησαν» με την διατύπωση του κειμένου που έγραψα για να αποχαιρετίσω έναν σημαντικό ποδοσφαιριστή. Σε αυτό το σημείωμα όμως δεν θα ασχοληθώ με αυτούς. Θα ασχοληθώ με τους λίγους του τοίχου μου, που είναι δυστυχώς πολλοί στην ελληνική κοινωνία. Με αυτούς που βρήκαν νόημα να γράψουν στον τοίχο μου, για να χαρακτηρίσουν «σκάνδαλο» τον χαρακτηρισμό «σπουδαίος» για έναν ποδοσφαιριστή, και να με μαλώσουν επειδή «δεν μπορείς να λες σπουδαίο τον Τζιόλη». Με αυτούς που βρίσκουν νόημα να γράψουν στον τοίχο ενός άλλου για να σχολιάσουν «με το ζόρι έγινε ποδοσφαιριστής».

Προσέξτε. Ολοκληρώνει την καριέρα του ένας ποδοσφαιριστής που συμμετείχε δύο φορές σε τελική φάση Παγκοσμίου Κυπέλλου και μια φορά σε τελική φάση Euro. Ενας Ελληνας ποδοσφαιριστής που συμμετείχε ενεργά στην πορεία μιας γερμανικής ομάδας μέχρι τον τελικό του Κυπέλλου UEFA. Ενας ποδοσφαιριστής που μέτρησε 75 συμμετοχές στην Εθνική Ομάδα και φόρεσε το περιβραχιόνιο του αρχηγού. Ενας  Ελληνας ποδοσφαιριστής που φόρεσε τη φανέλα του Παναθηναϊκού και του ΠΑΟΚ και έπαιξε σε Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία, Γαλλία. Αυτή η καριέρα περιμένει την κρίση του πληκτρολογίου προκειμένου να ξέρει αν είναι ή όχι σπουδαίαΔηλαδή είναι υπό την κρίση του καθενός από εμάς. Είναι υπό συζήτηση. Ναι, στην Ελλάδα είναι υπό συζήτηση. Διότι η Ελλάδα δεν μαθαίνει στους Ελληνες να σέβονται, να αναγνωρίζουν, να εκτιμούν, να τιμούν τους Ελληνες. Τους μαθαίνει μόνο να απαξιώνουν, να ασκούν την «όσα δεν φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια» τέχνη. Τους κάνει μίζερους.
Στα πρώτα μου χρόνια στην αθλητική δημοσιογραφία, τα περιστατικά αυτού του φαινομένου τα αντιμετώπιζα ως τυχαία. Εβλεπα έναν πορτιέρη του γηπέδου της ΑΕΚ στη Νέα Φιλαδέλφεια να μην αναγνωρίζει τον Θωμά Μαύρο και να μην του επιτρέπει την είσοδο και έλεγα «τυχαίο». Εβλεπα την ΕΠΟ να μην προσκαλεί στους αγώνες της Εθνικής Ομάδας πρώην διεθνείς ποδοσφαιριστές με σημαντική ιστορία στο ποδόσφαιρο και έλεγα «έτυχε με αυτή τη διοίκηση». Τα προσπερνούσα όλα αυτά, μέχρι που άρχισα να συνειδητοποιώ ότι το πρόβλημα δεν ήταν του πορτιέρη ή μιας διοίκησης ομοσπονδίας ή μιας διοίκησης ενός συλλόγου· ήταν γενικό. Και κοινωνικό, όχι απλώς  ποδοσφαιρικό ή αθλητικό.
Η αρχή για τη λύση του προβλήματος είναι η αναγνώρισή του. Το πρόβλημά μας είναι σχετικό με την παιδεία και την κουλτούρα μας, δηλαδή σχετικό με την ανατροφή μας. Ετσι γαλουχηθήκαμε οι μεγαλύτεροι, και η γαλούχησή μας ήταν ευθύνη και γι’ αυτό συνέπεια της νοοτροπίας των προηγούμενων. Όμως κάποτε, κάπως, πρέπει επιτέλους αυτό να σταματήσει.
Δεν μου αναλογεί η ευθύνη, ούτε κουβαλώ την εμπειρία και τη γνώση για να κάνω γενικεύσεις. Στην υπόθεση του ποδοσφαίρου όμως, την οποία μελετώ επαγγελματικά εδώ και τρεις δεκαετίες, δεν χωρά αμφιβολία ότι αυτή η έλλειψη, του σεβασμού και της αναγνώρισης των αξιών βρίσκεται στη ρίζα της πλειονότητας των προβλημάτων και των παθογενειών του. Είναι σαν να έχουμε καταργήσει τον νόμο της βαρύτητας: ζούμε με την ψευδαίσθηση ότι η άποψη όλων μας έχει την ίδια βαρύτητα, ότι όλοι είμαστε σχετικοί με όλα, ότι στον καθένα μας επιτρέπεται να ακυρώνει έναν αθλητή, έναν επαγγελματία και μάλιστα δημοσίως. Ότι ορίζουμε εγώ κι εσείς το αν ένας ποδοσφαιριστής ήταν ή όχι σπουδαίος και ότι αυτή η κρίση δεν έχει αντικειμενικά κριτήρια σαν αυτά των διεθνών συμμετοχών και των μεγάλων διακρίσεων. Συμπεριφερόμαστε λες και είναι καθημερινό φαινόμενο η παρουσία ενός Ελληνα σε τελικό ευρωπαϊκού κυπέλλου, ή ότι είναι εύκολο για τον καθέναν μας – και γι’ αυτό «ασήμαντο» - το να παίξουμε ποδόσφαιρο στο υψηλό επίπεδο και να κάνουμε 15ετή επαγγελματική καριέρα και να φορέσουμε 75 φορές την φανέλα της Εθνικής Ομάδας.
Δεν μπορώ να λύσω τα προβλήματα του ελληνικού ποδοσφαίρου και πολύ περισσότερο της ελληνικής κοινωνίας. Είναι όμως εξοργιστικό να μη καταλαβαίνεις ότι κάθε φορά που απαξιώνεις κάποιον αντικειμενικά επιτυχημένο επηρεάζεις την νοοτροπία του παιδιού σου και το μαθαίνεις να μη σέβεται, να μην αναγνωρίζει, να μην τιμά και τελικά να μην παραδειγματίζεται και να μην εμπνέεται. Προφανώς έχεις δικαίωμα στην υποκειμενική κρίση σχετικά με το αν ο κάθε Τζιόλης ήταν καλύτερος ή χειρότερος παίκτης από αυτόν που εσύ αντιλαμβάνεσαι ως «κορυφαίο». Όμως ο χαρακτηρισμός «σπουδαίος» για έναν ποδοσφαιριστή με 75 συμμετοχές στην Εθνική Ομάδα, που υπήρξε αρχηγός της και έχει παίξει σε Μουντιάλ και Euro δεν είναι υποκειμενικός. Διότι τα στοιχεία της καριέρας του φωνάζουν το ότι ήταν σημαντικός, αξιόλογος. Δεν σου αναλογεί να το κρίνεις. Σου αναλογεί να το αναγνωρίζεις και να το σέβεσαι. Διότι τότε και μόνο τότε βάζεις στο παιδί σου τα μέτρα για να αντιληφθεί, να αναγνωρίσει, να σεβαστεί  και να παραδειγματιστεί. Πώς μπορείς να απαιτείς σεβασμό όταν δεν σέβεσαι;
Δεν περίμενε το δικό μου σχόλιο ή το δικό σου ο Τζιόλης για να νιώσει σημαντικός. Του το λέει η καριέρα του. Το δικό σου παιδί όμως περιμένει να μάθει ποιος είναι ο ορισμός του «σημαντικού». Από εσένα μαθαίνει τον ορισμό του «σεβασμού» και της «απαξίωσης» και της «ασέβειας». Σκέψου το λίγο την επόμενη φορά που θα μιλήσεις απαξιωτικά για τον διπλανό σου μπροστά στο παιδί σου. Σκέψου λίγο ότι το υπουργείο Παιδείας φτάνει να δημιουργεί το μάθημα «σεβασμός στους άλλους» για την καταπολέμηση του bullying. Σκέψου πού έχουμε φτάσει, κάνε την αυτοκριτική σου, και επιτέλους παρ’ το αλλιώς.
Στη διάρκεια των τελευταίων ετών μου έχει συμβεί αμέτρητες φορές να συνομιλήσω με Ελληνες πρώην διεθνείς ποδοσφαιριστές οι οποίοι συγκρίνουν την αντιμετώπιση της οποίας τυγχάνουν από την ελληνική κοινωνία του ποδοσφαίρου με αυτή που τυγχάνουν όταν ταξιδεύουν στο εξωτερικό. Η σύγκριση προκαλεί θλίψη. Κι είναι και αυτή μια εξήγηση. Η υψηλή κοινωνία του ελληνικού ποδοσφαίρου δεν τις προώθησε ποτέ αυτές τις αξίες· τον σεβασμό και την αναγνώριση. Δεκαπέντε χρόνια μετά, η Ελληνική Ομοσπονδία δεν έχει κάνει απολύτως ΤΙΠΟΤΑ για να τιμήσει την Πρωταθλήτρια Ευρώπης 2004, ή την πρώτη ομάδα που συμμετείχε σε τελική φάση μεγάλης διοργάνωσης, ή την πρώτη ομάδα που πήγε σε Παγκόσμιο Κύπελλο, ή την πρώτη ομάδα που νίκησε σε Παγκόσμιο Κύπελλο, ή τους 10 ποδοσφαιριστές με τις περισσότερες συμμετοχές στην Εθνική Ομάδα. Συζητάμε για μια Ομοσπονδία που δεν έχει βρει νόημα να δημιουργήσει μουσείο για το εθνικό ποδόσφαιρο.
Προκειμένου να μη χαθώ όμως, επαναλαμβάνω: το πρόβλημα δεν είναι ποδοσφαιρικό· είναι κοινωνικό, ελληνικό. Την ημέρα που θα αρχίσουμε να αναγνωρίζουμε τους αξιόλογους, θα είμαστε μια άλλη, πολύ καλύτερη χώρα.
www.gazzetta.gr

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια